κατακεραυνώνω

κατακεραυνώνω
και κατακεραυνώ (AM κατακεραυνῶ, -όω)
χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ
νεοελλ.
μτφ. κάνω κάποιον να μείνει άφωνος, άναυδος, τόν αποσβολώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατακεραυνώνω — κατακεραυνώνω, κατακεραύνωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • κατακεραυνώ — (AM κατακεραυνῶ, όω) βλ. κατακεραυνώνω …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβολώ — και κεραυνοβολάω κεραυνοβόλησα, κεραυνοβολήθηκα, κεραυνοβολημένος, κατακεραυνώνω, αποσβολώνω, αποστομώνω: Τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεραυνώνω — κεραύνωσα, κεραυνώθηκα, κεραυνωμένος, κεραυνοβολώ, κατακεραυνώνω, αποσβολώνω: Τον κεραύνωσε μ αυτά που του πε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”